βουλκανιζατέρ

βουλκανιζατέρ
το
συσκευή βουλκανισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουλκανιζατέρ — το (λ. γαλλ.) 1. συσκευή, η οποία συγκολλά και επιδιορθώνει τα λάστιχα των αυτοκινήτων. 2. το κατάστημα ή το εργαστήριο όπου επιδιορθώνονται τα λάστιχα των αυτοκινήτων: Πήγαμε το αυτοκίνητο σε βουλκανιζατέρ, γιατί τρύπησε το λάστιχό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουλκανίζω — υποβάλλω σε βουλκανισμό: Στα βουλκανιζατέρ βουλκανίζουν τα λάστιχα των αυτοκινήτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”